κτενοφόρος

κτενοφόρος
(Ctenophorus). Γένος διπτέρων εντόμων της υπόταξης των νηματοκέρων, της οικογένειας των τιπουλιδών. Πρόκειται για έντομα με καστανό ή μαύρο χρώμα σώματος και κίτρινα στίγματα. Η προνύμφη τους μεγαλώνει σε χώμα δέντρων και ιδιαίτερα σε καστανόχωμα.
* * *
ο
ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων τής οικογένειας tipulidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenophorus < cten(o)- (< κτείς, κτενός) + -phorus (< νεώτ. λατ. -phorus < -φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πριονόψαρο — (pristis pristis). Ψάρι της οικογένειας των πριστιδών, της τάξης των σελαχόμορφων. Ζυγίζει κατά μέσο όρο 700 κιλά· το μήκος που ποικίλλει από 4 έως 8 μ., το 1/3 των οποίων καταλαμβάνει το χαρακτηριστικό οδοντωτό έμβολό του. Το όργανο αυτό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”